- φιλανᾱλώτης
- φιλ-αν-ᾱλώτης, ὁ, Verschwendung, Aufwand liebend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλαναλωτής — φιλανᾱλωτής , φιλαναλωτής fond of spending masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαναλωτής — ὁ, Α σπάταλος, άσωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀναλωτής «αυτός που δαπανά, που ξοδεύει» (< ἀναλίσκω)] … Dictionary of Greek
φιλανάλωτος — ον, Α φιλαναλωτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ., πιθ. σχηματισμένος από το φιλαναλωτής, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ.] … Dictionary of Greek
φιλαναλωταί — φιλανᾱλωταί , φιλαναλωτής fond of spending masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)